American Momemntus
Writes from Lefkosia, Cyprus
View her website: Anagnostria
America, a country of wealth and poverty, crime and order, a melting pot of people, a pride of its people and a hated enemy for millions others. No other country in the world may have so many contrasts, and create so many conflict emotions. I have recently visited this great country, the United States of America, with a group of friends and colleagues for the first time in my life.
As we landed on the American soil, after a four-hour flight from Larnaca through Amsterdam and another eight-hour flight from there to New York, all these feelings overflow my thoughts, for what I have heard and what I have read. How can I forget my tears reading Uncle Tom’s Cabi, the anti-slavery novel by Harriet Beecher Stowe when I was young or the other book,«A tree grows in Brooklyn»?
The impressive and illuminated skyscrapers of Manhattan welcome us. Our first impression (if we forget for a moment the controls and security measures which in fact were fewer than those we were expected) we were astonished by the politeness of the people. Anywhere we go, we meet very polite and spontaneous people. Every time we talk to them, they always response with a smile and a blessing ("have a nice day", "take care").
After a two weeks trip to States, we return back home flooded by mix images of what we have seen: Skyscrapers, crowded cities, museums and casinos, attractions and beautiful nature, waterfalls and shops, the vibrant life of New York, the noble Washington, historic Philadelphia, the beautiful Baltimore, the San City, the multicultural Toronto. Now, all these are, in some sense, wandering thoughts in my mind as we fly back home. I admired and I loved America.
Στιγμές του Αμερικανικού ταξιδιού
Κίκα Ολυμπίου
Κίκα Ολυμπίου
Γράφει από τη Λευκωσία
Αμερική, χώρα του πλούτου και της φτώχειας, του εγκλήματος και της επιβολής του νόμου, πανσπερμία λαών και εθνική συνείδηση, περηφάνια του λαού της και μισητός εχθρός για εκατομμύρια ανθρώπους. Κανένα άλλο ίσως έθνος στον κόσμο δεν συγκεντρώνει τόσες αντιθέσεις, δεν προκαλεί τόσο αντιφατικά συναισθήματα. Αυτή τη μεγάλη χώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ετοιμαζόμαστε, μια ομάδα φίλων και συναδέλφων, για πρώτη φορά να επισκεφθούμε.
Καθώς πατάμε το πόδι μας στο αμερικανικό έδαφος, έπειτα από μια τετράωρη πτήση Λάρνακα-Άμστερνταμ και μια οχτάωρη Άμστερνταμ-Ν. Υόρκη, όλες αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα με πλημμυρίζουν. Αυτά που άκουσα κι αυτά που διάβασα, η μακρινή χώρα που σαν μέσα σε αχλύ παραμυθιού πρόβαλλε στις αφηγήσεις του παππού, χώρος όπου διαδραματίστηκαν δεκάδες μυθιστορήματα που με συντρόφεψαν στην αναγνωστική μου πορεία. Πώς να ξεχάσω τα δάκρυα που έχυσα μικρή διαβάζοντας την «Καλύβα του μπάρμπα-Θωμά» ή τις μαγικές στιγμές που μου χάρισε το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» που σφράγισε την εφηβεία μου; Χώρα της οποίας ονόματα τόπων και προσώπων μου είναι οικεία από τον κινηματογράφο, τη μουσική, την πολιτική, τη λογοτεχνία…
Οι φωτισμένοι ουρανοξύστες του Μανχάταν μας υποδέχονται μ’ όλη τη φαντασμαγορική τους φωτοχυσία. Πρώτη εντύπωση: οι λεωφόροι που χωρίζουν τον ένα από τον άλλο έχουν σχεδόν το πλάτος δικών μας υπεραστικών δρόμων. Η εικόνα που συνήθως σχηματίζουμε βλέποντάς τους από μακριά, διαψεύδεται. Το επόμενο πρωί, καθώς ξεκινάμε για μια πρώτη γνωριμία της πόλης, ο ενθουσιασμός μεγαλώνει. Μα είναι, λοιπόν, τόσο εύκολο να κυκλοφορήσει κανείς σ’ αυτή τη μαγική πόλη των εκατομμυρίων; Ναι, τουλάχιστον στην καρδιά της, όπου και μένουμε, στο Μανχάταν, ένα νησί περιστοιχισμένο από δυο ποτάμια τον Χάντσον και τον East River.
Ποιος άραγε συνέλαβε την ιδέα της τετραγωνισμένης πόλης που η ρυμοτομία της επιτρέπει στον επισκέπτη να την περπατά, να τη διασχίζει από την πρώτη μέρα της άφιξής του, σαν να τη γνωρίζει εδώ και χρόνια, σαν να είναι μόνιμος κάτοικός της; Σαν σταυρόλεξο οι δρόμοι του Μανχάταν, από βορρά προς νότο οι φαρδιές λεωφόροι (avenues), από ανατολή σε δύση οι στενότεροι δρόμοι (streets) σε προσανατολίζουν ευκολότατα. Κάποιοι δρόμοι έχουν και ονόματα, όπως το περίφημο Broadway, ο δρόμος, αλλά και η περιοχή με τα δεκάδες θέατρα, κινηματογράφους, θεάματα.
.
Μένουμε στην 7η λεωφόρο στον 53ο δρόμο. Με τα πόδια πάμε ως το Broadway, το δεύτερο κιόλας βράδυ της άφιξής μας, για να παρακολουθήσουμε το μιούζικαλ «Mamma mia» που χρόνια τώρα παίζεται σε σκηνές όλου του κόσμου. Γοητευμένοι ακόμα από το θέαμα και την πανέμορφη μουσική των Abba που μας πάει δεκαετίες πίσω, βγαίνουμε από το θέατρο και περπατάμε προς τη γειτονική Times Square. Ώρα 11 το βράδυ. Φωτοπλημμύρα παντού, κόσμος πλήθος περιδιαβάζει λες κι είναι καμιά γιορτή και δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως διασχίζουμε, μια μικρή παρέα, μόνοι, την πρωτεύουσα αυτή του θεάματος που και μόνο το όνομα μας φαινόταν τόσο απίθανα μακρινό: Broadway. Μπαίνουμε σ’ ένα τεράστιο (επίθετο που σε συνοδεύει παντού στην Αμερική) κατάστημα δίσκων, για να επισφραγίσουμε το θέαμα που μόλις μας έχει μαγέψει με το ανάλογο CD. «Τι ώρα κλείνετε;» ρωτάμε. Μας κοιτάνε έκπληκτοι. «Μα δεν κλείνουμε ποτέ», η απάντηση.
Από την πρώτη στιγμή της άφιξής μας (αν εξαιρέσουμε τους ελέγχους ασφαλείας που κι αυτοί είναι λιγότεροι απ’ όσους προκαταβολικά είχαμε φοβηθεί) μας εντυπωσιάζει η συμπεριφορά του κόσμου. Αυθόρμητοι, ευγενικοί, με το χαμόγελο και με μια ευχή πάντοτε (“have a nice day”, “take care”) σε χαιρετούν πωλήτριες, το προσωπικό του ξενοδοχείου, άγνωστοι στο δρόμο από τους οποίους έχεις ζητήσει μια πληροφορία. Δεν έχει σημασία αν το αισθάνονται ή είναι μια προσποιητή εκδήλωση ευγένειας. Για σένα τον άγνωστο, τον ξένο, είναι ένας οικείος λόγος που σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα και ωραία.
Όταν για πρώτη φορά επισκέπτεσαι τη Ν. Υόρκη, είναι αδύνατο να αποφύγεις τα τουριστικά αξιοθέατα. Έτσι κι εμείς ανεβαίνουμε στο μέχρι πριν από λίγο καιρό ψηλότερο κτήριο του κόσμου, το Empire State Building, με τους 110 ορόφους του, περνάμε από το σημείο Zero που σημαδεύτηκε για πάντα από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και που τώρα διακρίνεται από ένα πολύβουο οικοδομικό οργασμό, και επιβιβαζόμαστε στο πλοιάριο για το Άγαλμα της Ελευθερίας, που εδώ και 122 χρόνια χαιρετάει τον κόσμο με τον πυρσό στο χέρι. Ευτυχώς έχουμε την προνοητικότητα να μην ανέβουμε στο εσωτερικό του αγάλματος. Τη χαιρετάμε κι εμείς από μακριά καθώς οι στίχοι του Καρυωτάκη στριφογυρίζουν στο μυαλό μου:
Τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
Χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
Λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
Σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου
………………………………….
Συνεχίζουμε και φτάνουμε στο Ellis Island. Σήμερα καθόλου δεν θυμίζει το νησί του μαρτυρίου αλλά και ελπίδας που υπήρξε κάποτε για εκατομμύρια φτωχούς κι απόκληρους μετανάστες. Εδώ αποβιβάζονταν, ζαλισμένοι από το πολυήμερο ταξίδι του Ατλαντικού, άρρωστοι πολλοί, για να περάσουν από καραντίνα, πριν τους επιτραπεί η είσοδος στη γη της Επαγγελίας. Μεταποιημένα τώρα τα κτήρια σε μουσείο αφηγούνται κυρίως μέσα από φωτογραφίες την ιστορία του νησιού. Σε μια αίθουσα ενθύμια αφιερωμένα απ’ αυτούς που πέρασαν απ’ εδώ, οικιακά σκεύη, ρούχα, παιγνίδια, μιλούν για την ταλαιπωρημένη ζωή αιώνων περασμένων.
Το πιο εντυπωσιακό όμως σχετικά με το νησί είναι τα λεπτομερέστατα αρχεία που τηρούνται σχετικά με τα 12 εκατομμύρια μετανάστες που από το 1892 ως το 1954 σταμάτησαν εδώ πριν από την είσοδό τους στην Αμερική. Στα αρχεία αυτά (που διατίθενται τώρα και ηλεκτρονικά) μπορεί κάποιος να βρει το όνομα του προγόνου του που μετανάστευσε στην Αμερική, πότε ήρθε, με ποιο πλοίο, πόσων χρονών ήταν κ.λπ. Ακόμα, προϊόν του εμπορικού δαιμονίου αλλά και της προσπάθειας δημιουργίας παράδοσης, είναι ο Τιμητικός Τοίχος Μεταναστών. Εκεί μπορεί οποιοσδήποτε, δίνοντας μια μικρή δωρεά, να γράψει το όνομα του προγόνου ή της οικογένειάς του, μνήμη παντοτινή (του δίνεται, βέβαια έναντι αμοιβής, και αναμνηστικό δίπλωμα!).
.
.
Τώρα, το Ellis Island είναι ένας τόπος ξεκούρασης, όπου, ενώ μαθαίνεις μια πτυχή της ιστορίας της χώρας, μπορείς ταυτόχρονα να ξεκουραστείς κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων απολαμβάνοντας το ποτό σου στην υπαίθρια καφετέρια. Προσοχή μόνο από τους γλάρους που μπορεί να σου αρπάξουν το φαΐ από το τραπέζι!
Δεν ξέρω γιατί η Νέα Υόρκη σου δημιουργεί αυτό το αίσθημα οικειότητας, σου φαίνεται ένας χώρος γνωστός. Ίσως γιατί τον έχεις δει τόσες φορές σε ταινίες, τον έχεις φανταστεί άλλες τόσες μέσα από τα βιβλία, τον έχεις ακουστά από φίλους και γνωστούς. Πώς να μας φαίνεται άγνωστο το Central Park όταν το ‘χουμε περιδιαβάσει τόσες φορές με τη φαντασία πριν το επισκεφθούμε στην πραγματικότητα; Μια απέραντη έκταση 2 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχεδόν εξίσου με το Άγαλμα της Ελευθερίας εμβληματικό σημείο της πόλης.
.
Είναι ένα δροσερό πρωινό όταν διασχίζουμε ένα πολύ μικρό του μέρος. Σταματάμε για λίγο στα Strawberry Fields, εκεί όπου φυτά από 100 έθνη είναι αφιερωμένα στη μνήμη του αδικοχαμένου, δολοφονημένου στο γειτονικό κτήριο Dakota, John Lennon. Σε μικρή απόσταση ένας λουλουδισμένος κύκλος και μια φλόγα από κερί περιβάλλει μια λέξη: IMAGINE και οι στίχοι του πασίγνωστου, λυρικού, ήρεμου τραγουδιού ξανάρχονται στη μνήμη: «Φαντάσου τη μέρα που κόσμος θα γίνει ένα…φαντάσου να μην υπάρχει τίποτα για το οποίο να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς…Είμαι ονειροπόλος, μα δεν είμαι ο μόνος…» Κι όμως φαίνεται πως ακόμα δεν είναι και τόσο πολλοί οι ονειροπόλοι σαν τον Τζον Λένον.
Στην ανατολική πλευρά του Σέντραλ Παρκ, στο ύψος της 82ης οδού βρίσκεται το πιο δημοφιλές ίσως αξιοθέατο της Νέας Υόρκης, το περίφημο Μητροπολιτικό Μουσείο (Metropolitan Museum), στο οποίο και αφιερώνουμε ένα πρωινό, κατορθώνοντας να δούμε ένα ελάχιστο μόνο μέρος του. Η ξεναγός μας οδηγεί στο Αιγυπτιακό τμήμα (πραγματικά εντυπωσιακός ένας ολόκληρος αιγυπτιακός ναός σε μια ιδιαίτερη αίθουσα) και στο τμήμα ζωγραφικής.
Εμείς ανυπόμονα ρωτάμε: «Πού είναι η συλλογή Censola; Δεν θα μας πάτε εκεί;» «Συγγνώμη», μας λέει, «νόμιζα ότι τα ξέρετε αυτά, μια και είναι από τον τόπο σας και δεν έχω προετοιμαστεί!» Θαυμάζουμε την επαγγελματική ευσυνειδησία, αλλά δεν μειώνεται η επιθυμία μας να δούμε τις κλεμμένες μας αρχαιότητες. Τις βρίσκουμε, σταματάμε ώρα πολλή, νιώθοντας τη συγκίνηση που αισθάνεσαι όταν αναπάντεχα συναντήσεις συμπατριώτη σου σε ξένο τόπο. Μα και οι βυζαντινοί δίσκοι της Λάμπουσας (της σκλαβωμένης τώρα Λαπήθου) σκορπισμένοι στα μουσεία του κόσμου και κάποιοι απ’ αυτούς εδώ, δεν μας δίνουν λιγότερη συγκίνηση.
«Στη διασταύρωση της 42ης οδού και της 5ης λεωφόρου, σε μια απ’ τις πιο πολύβουες γωνιές, της πιο δραστήριας ίσως πόλης του κόσμου, το κτήριο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης υψώνεται σαν μια όαση ηρεμίας ανάμεσα στην παραφωνία του θορύβου, αληθινή δημοκρατία στη μέση του άγριου συναγωνισμού, μάθηση ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση, ακτινοβολία από απαλό άσπρο μάρμαρο στη μέση της ζούγκλας του γυαλιού και του τσιμέντου».
Αντιγράφω από την εισαγωγή ενός σύντομου οδηγού για τη Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης και η θλίψη από τη σύγκριση με τη δική μας (που ντρέπομαι να την πω βιβλιοθήκη) νικά την ευφροσύνη που σου δημιουργεί η περιήγησή σου σ’ αυτό το χώρο. Από την αρχαιοελληνική πρόσοψη, στην κομψή αίθουσα υποδοχής, στις μαρμάρινες σκάλες, στις επιβλητικές αίθουσες με την απλή διακόσμηση φτάνεις στο πανέμορφο αναγνωστήριο του τρίτου ορόφου, λουσμένου στο φως κάτω από μια μεγαλειώδη οροφή. Ένα αιώνα σχεδόν, από το 1911, λειτουργεί στον ίδιο χώρο, με προσθήκες βέβαια και ανακαινίσεις και τώρα αυτοματοποιημένη, καθώς βλέπουμε τους χρήστες της καθισμένους ο καθένας μπροστά στη δική του οθόνη υπολογιστή.
Η Φιλαδέλφεια δεν ήταν ένας από τους κύριους προορισμούς μας σ’ αυτό το ταξίδι. Ήταν όμως ένα πέρασμα καθώς οδεύαμε νότια κατευθυνόμενοι στην Ουάσιγκτον και δεν μπορούσαμε να μη ρίξουμε έστω μια βιαστική ματιά στην ιστορική αυτή πόλη, στην ουσία στο λίκνο της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Από εδώ ξεκίνησαν οι ιδέες της Αμερικανικής Επανάστασης, εδώ μαζεύτηκαν οι πατέρες του έθνους για να συντάξουν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους από τους Άγγλους στις 4 Ιουλίου 1776. Καθόλου περίεργο που τα περισσότερα αξιοθέατά της σχετίζονται με το κορυφαίο αυτό γεγονός.Με καμάρι και υπερηφάνεια η μικρόσωμη ξεναγός μας ξεναγεί στην πόλη της, αφού πρώτα μας δώσει μια εξήγηση για την παράξενη στολή της: μακριά, σουρωτή φούστα, απλά χαμηλά παπούτσια, μια άσπρη με βολάν μπλούζα, ένα χαριτωμένο σκουφάκι.
Η Φιλαδέλφεια δεν ήταν ένας από τους κύριους προορισμούς μας σ’ αυτό το ταξίδι. Ήταν όμως ένα πέρασμα καθώς οδεύαμε νότια κατευθυνόμενοι στην Ουάσιγκτον και δεν μπορούσαμε να μη ρίξουμε έστω μια βιαστική ματιά στην ιστορική αυτή πόλη, στην ουσία στο λίκνο της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Από εδώ ξεκίνησαν οι ιδέες της Αμερικανικής Επανάστασης, εδώ μαζεύτηκαν οι πατέρες του έθνους για να συντάξουν τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους από τους Άγγλους στις 4 Ιουλίου 1776. Καθόλου περίεργο που τα περισσότερα αξιοθέατά της σχετίζονται με το κορυφαίο αυτό γεγονός.Με καμάρι και υπερηφάνεια η μικρόσωμη ξεναγός μας ξεναγεί στην πόλη της, αφού πρώτα μας δώσει μια εξήγηση για την παράξενη στολή της: μακριά, σουρωτή φούστα, απλά χαμηλά παπούτσια, μια άσπρη με βολάν μπλούζα, ένα χαριτωμένο σκουφάκι.
Ανήκει, μας λέει, στην Εκκλησία των Κουακέρων. Είναι μια Χριστιανική Εκκλησία που ιδρύθηκε το 17ο αι. στην Αγγλία και τα μέλη της, διωγμένα απ’ εκεί, έφτασαν εδώ με αρχηγό τον Ουίλλιαμ Πεν και ίδρυσαν τη Φιλαδέλφεια. Πιστεύουν στην ειρήνη και στην απλότητα και είναι να απορεί κανείς που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα μέσα σ’ αυτό τον αιώνα των συγκρούσεων, των ανταγωνισμών και του άκρατου καταναλωτισμού. Τι να μας δείξει όμως κι αυτή η καημένη; Το δημαρχείο της πόλης, που το στέφει το άγαλμα του ιδρυτή της, ωραία πάρκα, πανέμορφα παλιά σπίτια που διατηρούν την παλιά τους αρχιτεκτονική και πάνω απ’ όλα την Αίθουσα της Ανεξαρτησίας, εκεί όπου υπογράφτηκε η Ανεξαρτησία και προπάντων την Καμπάνα της Ελευθερίας, για την οποία μας μιλά περίπου ένα εικοσάλεπτο!
Τι μου μένει από τη Βαλτιμόρη; Νομίζω, στον ελάχιστο χρόνο που είχαμε, ένα σύντομο σταθμό μόνο στην πορεία μας προς την Ουάσιγκτον, μου άφησε την ανάμνηση μιας αφόρητης ζέστης και του πιο ωραίου γεύματος με ψαρικά που έφαγα ποτέ! Ψαρόσουπα, καβούρια, μύδια, γαρίδες και πλήθος άλλα σε μια αφάνταστη ποικιλία και ποσότητα δίκαια την καθιστούν «πρωτεύουσα των καβουριών», όπως διαφημίζεται. Σταματάμε εκεί μόνο για το γεύμα. Το παλιό λιμάνι, διαμορφωμένο σε ωραίο τουριστικό χώρο γεμάτο καταστήματα και εστιατόρια, μας φιλοξενεί στη λίγη ώρα που κράτησε η επίσκεψή μας. Τη διασχίζουμε φεύγοντας κι όλη η ιστορία της ξανάρχεται στο μυαλό. Πλούσιο εμπορικό λιμάνι, διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία, μια και δικαιολογημένα οι κάτοικοί της ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν στη βρετανική φορολογία.
Το ίδιο όμως αντέδρασαν και στην απελευθέρωση των μαύρων μια και χρησιμοποιούσαν δούλους στη βιομηχανία τους κι έτσι οι δυνάμεις των βορείων κήρυξαν την πόλη υπό κατοχή μέχρι το τέλος του εμφυλίου, το 1865. Περνάμε έξω από το περίφημο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς και το ομώνυμο νοσοκομείο, ξακουστό για τις έρευνές του στην ιατρική. Η σκέψη φτερουγίζει στο μεγάλο τέκνο της Βαλτιμόρης (αν και δεν γεννήθηκε εδώ) τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Άραγε σ’ αυτό το νοσοκομείο πέθανε; Άραγε απ’ εδώ ξεκίνησε η φτωχική νεκρική πορεία με το φέρετρό του και τέσσερα μόνο άτομα για συνοδεία στον τόπο της ταφής του;
Η πορεία μας στην Ανατολική ακτή συνεχίζεται. Όχι μόνο γιατί είναι στο δρόμο μας, ούτε γιατί είναι ό,τι πρέπει για ένα ήρεμο διάλειμμα στον φρενήρη ρυθμό με τον οποίο προσπαθούμε να γνωρίσουμε κάποιες από τις ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής, ούτε από αγάπη του τζόγου έχουμε βάλει το Ατλάντικ Σίτι στο πρόγραμμά μας. Το επιλέξαμε και γιατί είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέρετρο, μια μικρή πόλη φτιαγμένη ειδικά για ξεκούραση και ψυχαγωγία τόσο για ντόπιους όσο και για ξένους. Μια απέραντη αμμουδερή παραλία, γεμάτη από παραθεριστές, οι πιο πολλοί από τους οποίους είναι αραγμένοι κάτω απ’ τις ομπρέλες, καθόλου δεν μας προκαλεί. Η απεραντοσύνη του Ατλαντικού είναι τόσο αλλιώτικη από τις δικές μας μικρές, κλειστές συμπαθητικές παραλίες.
Πολύ ξεχωριστή ιδιομορφία της πόλης το περίφημο Boardwalk, δηλαδή μια ξύλινη παραλιακή εξέδρα που έχει πλάτος 18 μέτρα και εκτείνεται σε πάνω από 6χμ. Μοιάζει σαν ένας ξύλινος δρόμος που η αρχική του κατασκευή ανάγεται στα 1870, με σκοπό αρχικά να προφυλάξει τα ξενοδοχεία από την αμμουδερή παραλία και τώρα είναι ένας δημοφιλής τόπος περιπάτου, με εστιατόρια και καφετέριες, καταστήματα, κόσμο που περιδιαβάζει αμέριμνος και μικρά αμαξάκια που, όπως οι «κούληδες» στην Κίνα, μεταφέρουν κάποιους που είτε κουράστηκαν είτε προτιμούν αυτό τον τρόπο μεταφοράς.
Η μεγάλη ατραξιόν και ο ισχυρότερος πόλος έλξης του Ατλάντικ Σίτι είναι βέβαια τα καζίνο του που προσπαθούν (ανεπιτυχώς ακόμη) να συναγωνιστούν την αίγλη και τη φήμη του Λας Βέγκας. Κάπου δέκα τεράστια καζίνο, Trump, Ballys, Caesar κ.λπ. και άλλα που βρίσκονται υπό κατασκευή, πολλά απ’ αυτά και ξενοδοχεία ταυτόχρονα, πλαισιώνουν τον ορίζοντα της πόλης. Χάνεσαι μέσα, χρειάζεσαι οδηγό για να βγεις, αλλά πέρα από τα τραπέζια της ρουλέτας, τις μηχανές και όλα τα άλλα τυχερά παιγνίδια, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και για την όχι πάντα καλόγουστη διακόσμηση. Για παράδειγμα, το Caesar’s είναι μια χοντροκομμένη προσπάθεια μίμησης της ρωμαϊκής εποχής. Απ’ όσα προλάβαμε να δούμε μας άρεσε πιο πολύ η επιτυχής απεικόνιση της ζωής στην «Άγρια Δύση».
Ευρύχωρη και πράσινη, ήρεμη, αποπνέοντας μια αριστοκρατική γαλήνη, χωρίς τους ουρανοξύστες και τη νευρώδη δραστηριότητα της Νέας Υόρκης, αυτή την εικόνα διατηρώ από την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα των Η.Π.Α, την Ουάσιγκτον.
Ευρύχωρη και πράσινη, ήρεμη, αποπνέοντας μια αριστοκρατική γαλήνη, χωρίς τους ουρανοξύστες και τη νευρώδη δραστηριότητα της Νέας Υόρκης, αυτή την εικόνα διατηρώ από την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα των Η.Π.Α, την Ουάσιγκτον.
Η Νέα Υόρκη σε αιχμαλωτίζει αμέσως, είναι σαν έρωτας με την πρώτη ματιά. Η Ουάσιγκτον μοιάζει σοβαρή, κλειστή στον εαυτό της, χρειάζεσαι μέρες πολλές να την τριγυρίσεις, να τη γνωρίσεις, να την αγαπήσεις. Πλήθος μουσεία, γκαλερί, μνημεία αφιερωμένα στους πρωτεργάτες της ίδρυσης των Ηνωμένων Πολιτειών, κτήρια που με την ουσιαστική αλλά και τη συμβολική τους παρουσία κρύβουν τη δύναμη αυτής της χώρας, πλημμυρίζουν την πόλη.
Στις όχθες του ποταμού Πότομακ, με κέντρο το Καπιτώλιο, εδώ όπου συνέρχεται και νομοθετεί το Κογκρέσο, ο θόλος του οποίου δεσπόζει της πόλης, σήμα κατατεθέν και αναγνωρίσιμο στοιχείο της παγκόσμιας δύναμης και ακτινοβολίας των Η.Π.Α., δρόμοι και λεωφόροι ξεκινούν ακτινωτά. Οι δρόμοι που έχουν κατεύθυνση από βορρά προς νότο είναι αριθμημένοι, ενώ από ανατολικά στα δυτικά ονομάζονται με γράμματα του αλφαβήτου. Πρακτικότητα και συμμετρία, μια πόλη σχεδιασμένη εξαρχής το 1791 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Πιέρ Λ’ Ανφάν, με εντολή του Γεωργίου Ουάσιγκτον, πριν ακόμα μεταφερθεί εδώ η πρωτεύουσα από τη Φιλαδέλφεια. Μια πόλη χωρίς ιστορικό παρελθόν, που προσπάθησε να το δημιουργήσει με τον αρχαίο ελληνικό ρυθμό που κυριαρχεί παντού. Ρούσβελτ, Τζέφερσον, Λίκολν, Ουάσιγκτον όλοι έχουν τα μνημεία τους.
.
.
Στη μνήμη όμως της δικής μας γενιάς αυτή που κυριαρχεί είναι χωρίς αμφιβολία η τραγική μορφή του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Οι ελπίδες που είχε δημιουργήσει σ’ όλο τον κόσμο η εκλογή του το 1960, το νεαρό της ηλικίας του, οι νέες ιδέες που έφερνε, η δολοφονία του που παρακολουθήσαμε ζωντανά τρία χρόνια αργότερα, η σχεδόν μυθιστορηματική ιστορία της οικογένειας. Το όνομά του φέρει το τεράστιο, πολυτελές Πολιτιστικό Κέντρο Τεχνών, επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής της πόλης.
Διασχίζουμε βιαστικά μόνο για μια γοργή ματιά την είσοδο επισκεπτών, πληροφορούμαστε για τα τρία θέατρα που περιλαμβάνει το Κέντρο, την αίθουσα συναυλιών, την όπερα, το Ινστιτούτο Κινηματογράφου, βλέπουμε μερικά από τα δώρα με τα οποία όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου τιμούν τη μνήμη του Κένεντι: κρυστάλλινοι πολυέλαιοι από τη Νορβηγία και τη Σουηδία, κόκκινη και μαύρη αυλαία από τον Καναδά, καθρέφτες από το Βέλγιο…Πόλος έλξης στο μήκους 630 ποδιών φουαγιέ η χάλκινη προτομή του Κένεντι, που όμως δίνει την εντύπωση κατασκευής από πηλό. Πάνω απ’ όλα όμως η μνήμη του αδικοχαμένου προέδρου οδηγεί τα βήματά μας στο στρατιωτικό κοιμητήριο Άρλιγκτον, εκεί όπου αναπαύεται με πλάι του μέλη της οικογένειάς του.
Τίποτα δεν θυμίζει συνηθισμένο κοιμητήριο αυτό το τεράστιο, εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων καταπράσινο, περιποιημένο πάρκο. Στην είσοδο επιβιβαζόμαστε σε άλλα, μικρά λεωφορειάκια κι η ξενάγηση αρχίζει. Χιλιάδες τάφοι αυτών που πέθαναν πολεμώντας ή που πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στη χώρα τους, αναπαύονται σ’ αυτό τον υπέροχο χώρο. Σε ομαδικές διατάξεις, με απλές ταφόπλακες ή ωραία συμπλέγματα γλυπτών, μνημονεύονται όλοι αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους στους πολέμους.
Εδώ μνήμες των γυναικών, εκεί οι νεκροί της θάλασσας, αλλού των παγκόσμιων πολέμων, πιο πέρα της Κορέας…πόσοι και πόσοι θυσία πολλές φορές «για ένα λαό που ποτέ δεν συνάντησαν, για μια χώρα που ποτέ δεν γνώρισαν», όπως λέει μια επιγραφή. Η συγκίνηση κορυφώνεται καθώς πλησιάζουμε τον τάφο του Κέννεντι. Δυο απέριττες πλάκες, Τζον Φιτζέραλντ Κέννεντι 1917-1963, Ζακλίν Κέννεντι Ωνάση 1920-1994, τίποτ’ άλλο, και μια αιώνια φλόγα που ανάβει μονίμως. Λίγο πιο πέρα ένας άλλος τάφος μ’ ένα ξύλινο σταυρό θυμίζει τον άλλο δολοφονημένο της οικογένειας, τον Ρόμπερτ Κέννεντι.
Στον ίδιο χώρο, στο κοιμητήριο Άρλιγκτον, βρίσκεται και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η τελετή (ιεροτελεστία καλύτερα) της αλλαγής της φρουράς μας αφαιρεί τη συγκίνηση που νιώσαμε λίγο πριν στους τάφους των Κέννεντι. Μέσα στο ιουλιανό λιοπύρι, ακίνητοι και αμίλητοι, παρακολουθούμε μαζί με πλήθος άλλο τουριστών, αυτή την τυπική διαδικασία που μας φαίνεται υπερβολικά τυπική και αργή, κρατάει περίπου 15 λεπτά, επαναλαμβάνεται κάθε μισή ή μια ώρα και θέλει, νομίζω, να υποβάλει σε ντόπιους και ξένους το σεβασμό στη στρατιωτική δύναμη και υπεροχή των ΗΠΑ.
Οι φίλοι των μουσείων στην Ουάσιγκτον θα βρεθούν στον παράδεισό τους! Μουσεία για οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς: μουσείο φυσικής ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, αμερικανικής ιστορίας, μουσείο ταχυδρομείων, μουσείο Ινδιάνων, γεωγραφικό μουσείο, μέχρι και…μουσείο κατασκόπων. Από τα πιο δημοφιλή το μουσείο αεροναυτικής και διαστήματος συγκεντρώνει χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά. Όλη η ιστορία της κατάκτησης του διαστήματος, σε εικόνες, προβολές, κείμενα εκτίθεται σ΄ ένα τεράστιο χώρο. Οι επισκέπτες μπορούν ακόμα και ν’ αγγίξουν ένα κομμάτι της σελήνης ή να μπουν σ’ ένα εξομοιωτή διαστημόπλοιου.
Βλέπω ομάδες παιδιών να ξεναγούνται, να εξοικειώνονται με την τεχνολογία και σκέφτομαι, όχι χωρίς θλίψη, πόσο ένα περιβάλλον διαμορφώνει, καλλιεργεί, αναπτύσσει. Με ποιες βάσεις ξεκινούν τα παιδιά σε άλλες χώρες και με ποιες εμπειρίες τα δικά μας παιδιά.
Πλάι στο ξενοδοχείο μας περνάει ο δρόμος Μ. Σεργιανίζουμε τα βράδια στα φαρδιά πεζοδρόμιά του, όπου ευγενικές κυρίες βγάζουν περίπατο τα σκυλιά τους. Προχωρώντας, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση, φτάνουμε στην καρδιά της Τζωρτζτάουν, μια γραφική συνοικία, με παλιά αριστοκρατικά σπίτια, όπου έζησαν διασημότητες. Ανάμεσά τους ως εκλελεγμένος πρόεδρος ο Κέννεντι και, για ένα περίπου χρόνο μετά τη δολοφονία του, η Τζάκι. Αλλά και πολλοί υπουργοί εξωτερικών, όπως και ο πολύς Κίσινγκερ. Από τις πιο ωραίες εμπειρίες μας μια βραδιά μουσικής τζαζ, σε μια μικρή πάροδο της λεωφόρου Ουισκόνσιν, μ’ ένα καταπληκτικό κουβανέζικο συγκρότημα.
Πλάι στο ξενοδοχείο μας περνάει ο δρόμος Μ. Σεργιανίζουμε τα βράδια στα φαρδιά πεζοδρόμιά του, όπου ευγενικές κυρίες βγάζουν περίπατο τα σκυλιά τους. Προχωρώντας, όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση, φτάνουμε στην καρδιά της Τζωρτζτάουν, μια γραφική συνοικία, με παλιά αριστοκρατικά σπίτια, όπου έζησαν διασημότητες. Ανάμεσά τους ως εκλελεγμένος πρόεδρος ο Κέννεντι και, για ένα περίπου χρόνο μετά τη δολοφονία του, η Τζάκι. Αλλά και πολλοί υπουργοί εξωτερικών, όπως και ο πολύς Κίσινγκερ. Από τις πιο ωραίες εμπειρίες μας μια βραδιά μουσικής τζαζ, σε μια μικρή πάροδο της λεωφόρου Ουισκόνσιν, μ’ ένα καταπληκτικό κουβανέζικο συγκρότημα.
Από τα επιβλητικότερα μνημεία της πόλης είναι το αφιερωμένο στον 16ο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτόν που μέσα από ένα εμφύλιο κατάφερε την ένωση των Πολιτειών, τον Αβραάμ Λίκολν. Σε αρχιτεκτονικό σχέδιο αρχαίου κλασικού ελληνικού ναού, του οποίου τους τοίχους κοσμούν αποσπάσματα από ομιλίες του, στεγάζεται το καμωμένο από άσπρο μάρμαρο τεράστιο, καθιστό άγαλμα του Λίκολν. Υπολογίζεται πως αν το ίδιο άγαλμα στεκόταν, θα είχε ύψος 28 μέτρων! Τραγική ειρωνεία: Όταν το 2009 θα κλείνουν 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ηγέτη και οραματιστή (επέτειος που θα γιορταστεί με ποικίλες εκδηλώσεις) που γεννήθηκε το 1809 και πέθανε δολοφονημένος στο θεωρείο ενός θεάτρου από ένα φανατικό ρατσιστή ηθοποιό, την ηγεσία της Αμερικής θα αναλαμβάνει ένας μαύρος πρόεδρος!
Μπροστά από το μνημείο, σε χαμηλότερο επίπεδο, απλώνεται μια τεράστια πλατεία, επίκεντρο μερικών από τις πιο σημαντικές στιγμές του έθνους. Βγαίνοντας από το μνημείο, καθώς στέκομαι στο πιο ψηλό του σκαλοπάτι, σκύβω και διαβάζω μια επιγραφή: «Απ’ αυτό το σημείο ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 23/8/1963, μπροστά σε 250 χιλιάδες κόσμου, εκφώνησε την περίφημη ομιλία του “I have a dream”.
.
.
Βαθιά συγκίνηση με πλημμυρίζει. Φαντάζομαι αυτή την απέραντη πλατεία, βλέπω μπροστά μου αυτή τη μελαψή, ηγετική φυσιογνωμία, το πάθος του, σαν ν’ ακούω τον υπέροχο λόγο του, γεμάτο πίστη, κι ένα κάλεσμα σε μια ήρεμη, χωρίς βιαιότητα αγωνιστικότητα. «Εκατό χρόνια πριν, ένας μεγάλος Αμερικανός, στη συμβολική σκιά του οποίου στεκόμαστε, υπέγραψε τη διακήρυξη της απελευθέρωσης…» Για να συνεχίσει με όλα όσα ακόμα οι μαύροι της Αμερικής υπέφεραν τότε και να καταλήξει με τα υπέροχα λόγια που θα μπορούσαν να γίνουν ευαγγέλιο για όλους τους καταπιεσμένους: «I have a dream…» « Έχω ένα όνειρο… Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα αυτό το έθνος θα αναγνωρίσει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι…Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα τα τέσσερα παιδιά μου δεν θα κρίνονται από το χρώμα του δέρματός τους αλλά από το χαρακτήρα τους…Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα τα μαύρα αγόρια και κορίτσια θα ενώσουν τα χέρια με τα άσπρα αγόρια και κορίτσια και θα βαδίσουν μαζί σαν αδέλφια…». Θα έπρεπε να περάσει σχεδόν ακόμα μισός αιώνας από τη μνημειώδη ομιλία και τη θυσία του μεγάλου αυτού ηγέτη που δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 1968 για να γίνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Τα σκέφτομαι όλ’ αυτά όχι μόνο μπροστά στο μνημείο του Λίνκολν, αλλά καθώς βλέπω παντού μαύρους και λευκούς χωρίς διάκριση, σ’ όλες τις υπηρεσίες, όλους τους χώρους, χωρίς πια να δίνει κανείς σημασία. Ξέρω ότι στις νότιες κυρίως πολιτείες δεν έλειψαν ακόμα οι προκαταλήψεις, ξέρω ότι η ρατσιστική οργάνωση Κου-Κλουξ-Κλαν δεν έχει διαλυθεί, ξέρω ότι ακόμα και στη Ν. Υόρκη η επικίνδυνη φτωχογειτονιά των νέγρων, το Χάρλεμ, την οποία και διασχίζουμε χωρίς να κατέβουμε από το πούλμαν, τώρα αρχίζει να αναβαθμίζεται (μας λένε μάλιστα ότι ο ίδιος ο Κλίντον άνοιξε τώρα εδώ το γραφείο του). Όμως η απόσταση που διανύθηκε από το όνειρο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ως τη χαμογελαστή, σκουρόχρωμη μορφή του Μπάρακ Ομπάμα που βλέπουμε τυπωμένη σε μπλουζάκια, φλιτζάνια κι ένα σωρό άλλα διαφημιστικά και που σε λίγους μήνες θα γίνει ο 44ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ίσως μεγαλύτερη απ’ ό,τι από τη γη στη σελήνη.
«Οι Καταρράχτες του Νιαγάρα, που αποτελούνται από τον Αμερικανικό, το Νυφικό Πέπλο και το πελώριο Αλογοπέταλο, ασκούν σ’ ένα ποσοστό ανθρώπων, που φτάνει ίσως και το σαράντα τοις εκατό (των ενηλίκων), μια αλλόκοτη επίδραση που αποκαλείται υδροψυχισμός. Αυτή η νοσηρή κατάσταση έχει αποδειχτεί ότι εξασθενίζει προσωρινά τη βούληση ακόμα και ενός δραστήριου, υγιούς, νέου άντρα, σαν να βρίσκεται υπό την επήρεια ενός μοχθηρού υπνωτιστή (…) Γύρω στο 1900, οι Καταρράχτες του Νιαγάρα είχαν γίνει γνωστοί, προς απογοήτευση των κατοίκων της περιοχής και των παραγόντων του κερδοφόρου τουριστικού εμπορίου, ως «Παράδεισος της Αυτοκτονίας».
Αυτά γράφει σ’ ένα εισαγωγικό σημείωμά της η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Τζόϋς Κάρολ Όουτς στο μυθιστόρημά της «Πίσω από τους Καταρράκτες». Τίποτε όμως απ’ αυτή τη θανατηφόρο επίδραση δεν νιώθουμε καθώς αντικρίζουμε αυτό το μεγαλειώδες θαύμα της φύσης και ζούμε πλάι του για δυο μέρες. Χιλιάδες, εκατομμύρια τόνοι νερού, μ’ ένα ακατάπαυστο θόρυβο που σε συνοδεύει νύχτα και μέρα χύνονται από ψηλά, πηγάζοντας από τη λίμνη Ήρι και προχωρώντας στη λίμνη Οντάριο. Τους αντικρίζουμε από μακριά καθώς μπαίνουμε στην πόλη Ναϊάγκρα Φολλς, όπως λένε οι ντόπιοι την πόλη που οφείλει την ύπαρξή της στους Καταρράκτες, τους αντικρίζουμε από τα δωμάτια του ξενοδοχείου, μας συνοδεύουν στο πρόγευμα από τα μεγάλα παράθυρα της τραπεζαρίας.
Καλυμμένοι με μακριά, κίτρινα αδιάβροχα τους βλέπουμε από πολύ κοντά, ενώ το βουητό δεν σε αφήνει ν’ ακούσεις το διπλανό σου, επιβιβαζόμαστε σε πλοιάρια που πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής τα «θυμωμένα νερά» (αυτό σημαίνει στη γλώσσα των Ινδιάνων που κατοικούσαν εδώ η λέξη «Νιαγάρα»), βρέχεσαι κι ανατριχιάζεις από φόβο και ταυτόχρονα απολαμβάνεις αυτή τη μοναδική εμπειρία, κι άλλοτε περπατάμε σ’ ένα ρομαντικό μονοπάτι πλάι στο ποτάμι που κυλάει ορμητικά. Πλήθος άλλα σημεία παρατήρησης των Καταρρακτών, πάρκα, εστιατόρια, ψυχαγωγικές δραστηριότητες, καταστήματα (φυσικά και καζίνο) καθιστούν αυτή την πόλη, στα σύνορα ΗΠΑ και Καναδά, ένα πολυσύχναστο τουριστικό προορισμό.
Το ταξίδι όμως συνεχίζεται. Σε μιάμιση ώρα απόσταση βρίσκεται η πόλη Τορόντο, η οικονομική πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του Καναδά, τελευταίος σταθμός της σύντομης περιήγησής μας στην Αμερικανική ήπειρο. Πολύ καινούρια πόλη, αν σκεφτεί κανείς πως η πρώτη εγκατάσταση Ευρωπαίων (και ο εκτοπισμός των αυτοχθόνων Ινδιάνων) έγινε μόλις το 1750. Θέατρο διαμάχης μεταξύ Άγγλων και Γάλλων πρώτα, μεταξύ Καναδά και ΗΠΑ αργότερα είναι ό,τι αποτελεί κυρίως την ιστορία της πόλης, μια ιστορία που ο ξεναγός καθόλου δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει.
.
.
Σε μια σχεδόν ολοήμερη περιδιάβαση της πόλης μας δείχνει το πιο γνωστό αρχιτεκτονικό μνημείο του Τορόντο, τον πύργο CN που σαν βέλος υψώνεται 553 μ. από το έδαφος, το γήπεδο Ρότζερς, το υπερσύγχρονο δημαρχείο της πόλης, την περιοχή των Πανεπιστημίων. Το Τορόντο, μια από τις πιο πολυπολιτισμικές πόλεις, συγκεντρώνει κατοίκους με κινεζική, ιταλική, ινδική, γαλλική κ.λπ. καταγωγή. Επίμονα ζητάμε να περάσουμε από την ελληνική περιοχή (Τώρα, γιατί το ζητάμε σε κάθε πόλη του εξωτερικού που πηγαίνουμε, δεν μπορώ να καταλάβω). Πάνω από 85 χιλιάδες υπολογίζονται οι κάτοικοι του Τορόντο που δηλώνουν ελληνική καταγωγή. Καθώς το λεωφορείο διασχίζει την ελληνική συνοικία, φωνές ενθουσιασμού ξεχύνονται στη θέα επιγραφών όπως «Αθήναι», «Μ. Αλέξανδρος» κ.λπ. Κι εδώ, όπως και η Αστόρια της Νέας Υόρκης δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευημερούσες. Ο λόγος; Όσοι Έλληνες κατορθώσουν να διακριθούν και να ανέλθουν κοινωνικά εγκαταλείπουν πια τις συνοικίες των ομογενών.
Έντονο κινεζικό χρώμα στην κινέζικη συνοικία. Νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια γειτονιά της Κίνας. Κρίμα που δεν έχουμε χρόνο να την περιηγηθούμε και μόνο μέσα από το λεωφορείο την απολαμβάνουμε για λίγο. Το κύριο όμως γνώρισμα του Τορόντο από αρχιτεκτονικής πλευράς, είναι αυτός ο συνδυασμός του παλιού (τι παλιού δηλαδή, όχι πάνω από 200 χρονών) με το καινούριο. Με καμάρι ο ξεναγός μας δείχνει τα πιο παλιά κτήρια, ένα σχολείο, μια εκκλησία. Και με υπερηφάνεια μας ετοιμάζει μια έκπληξη. Μπαίνουμε από μια παραδοσιακή είσοδο και βρισκόμαστε ξαφνικά σ’ ένα καταπληκτικό εσωτερικό, ένα συγκρότημα καταστημάτων, χώρων αναψυχής, γραφείων εταιρειών, γκαλερί, ένα εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο, με μια υπέροχη οροφή σχεδιασμένη από τον γνωστό Καλατράβα. Είναι το περίφημο Brookfield, από τα πιο εντυπωσιακά, πιστεύω, σημεία του Τορόντο.
Το Τορόντο είναι μια παραλίμνια πόλη. Κτισμένο στις όχθες της λίμνης Οντάριο που περισσότερο μοιάζει με θάλασσα, έχει όλη την ομορφιά μιας παραθαλάσσιας πόλης. Η βόλτα μας όμως στην παραλία είχε άδοξο τέλος. Καθώς ξεκινήσαμε για ένα περίπατο το πρώτο απόγευμα της άφιξής μας, μια αναπάντεχη βροχή, τέτοια που σπάνια βλέπουμε στον ταλαιπωρημένο από ανομβρίες τόπο μας, μας αναγκάζει να επιστρέψουμε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι Ιούλιος μήνας.
Οι μανιώδεις του καταναλωτισμού στο Τορόντο βρέθηκαν στον παράδεισό τους. Το συγκρότημα Eaton’s, 360 καταστήματα κάτω απ’ την ίδια στέγη, είναι το αποκορύφωμα της ευτυχίας για μερικούς συνταξιδιώτες. Αλλά και να μη θέλεις να ψωνίσεις, είναι απόλαυση να τριγυρίζεις από τον ένα όροφο στον άλλο, να κοιτάς, να ξεκουράζεσαι σε μια καφετέρια και να αναλογίζεσαι τις ανισότητες του κόσμου.
Με πλημμυρισμένη τη σκέψη από ανάκατες εικόνες που για δυο βδομάδες συμπιέσαμε στη μνήμη, αναχωρούμε για την επιστροφή στο μικρό μας νησί. Ουρανοξύστες, πολυκοσμία, μουσεία και καζίνο, θεάματα και φύση υπέροχη, οι καταρράχτες και τα καταστήματα, η σφύζουσα από ζωή Νέα Υόρκη, η αρχοντική Ουάσιγκτον, η ιστορική Φιλαδέλφεια, η όμορφη Βαλτιμόρη, το χαρωπό Σαν Σίτι, το πολυπολιτισμικό Τορόντο, όσα είδαμε, όσα ακούσαμε, όσα σκεφτήκαμε, τριγυρίζουν στο μυαλό καθώς πετάμε για την πατρίδα.
Τη θαύμασα και την αγάπησα την Αμερική. Θα’ θελα όμως να ζήσω για πάντα εκεί; Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται. Όχι. Όχι τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις που είδα. Ίσως σε κάποια μικρή, απομονωμένη πόλη της, απ’ αυτές που μοιάζουν ξεχασμένες από θεούς κι ανθρώπους, εκεί που η ζωή κυλάει ατάραχα ομοιόμορφη, μακριά από τη πολυβασανισμένη ζωή της Ανατολικής Μεσογείου. Και πάλι ίσως…
Κίκα Ολυμπίου
6 comments:
Εξαιρετική ξενάγηση!!! ...ασφαλώς από ένα, όχι τυχαία, εξαιρετικό άτομο...
JamanFou. Ακριβώς όπως το είπες Ιωάννα μου. Η Κίκα Ολυμπίου είναι μια εξαιρετική προσωπικότητα και σπάνιος χαρακτήρας. Σταματώ ως εδώ γιατί θα με θυμώσει, αν πω περισσότερα!!
hello friend!....would you mind if we xlinks?....my link is,http://etherealheaven.blogspot.com...just feel free to check it out...take care friend ^_^
i think it is common for every nationality to have an American dream. to see America or live on it. i am a nurse but i don't want to live in America. maybe just to see it. LOL.
i missed visiting your site philip!how are you? and i am going to Palawan two weeks from now - my first plane trip! i am so excited to tell you my traveling story!
Gil. Thank you for your comment. I'm glad you like the blog. I have checked out your blog and it's super! Yes, we can swap links!!
Prinsesamusang. Thank you for your kind comment. We have miissed you my dear friend. I'm keeping well, how about you?
I can't wait to hear your traveling story from your trip to Palawan. Take a lot of photos for 'taxidiaris'. Have fun!!
Post a Comment