Είναι, αλήθεια, τόσο όμορφη, τόσο μαγευτική, τόσο απίστευτα ονειρική όπως την είδαμε; Ή μήπως η εικόνα της Πόλης που χρόνια-αιώνες καλύτερα- κουβαλάμε μέσα μας και πλάθαμε στη φαντασία μας προβλήθηκε απάνω στη σημερινή Ισταμπούλ και την κάλυψε και αποκαλύφθηκε στα μάτια μας μια άλλη Πόλη; Όχι η κατακτημένη του Μωάμεθ και των σουλτάνων αλλά η Πόλη του Κωνσταντίνου, η Πόλη του Ιουστινιανού, η Πόλη της δόξας του Βυζαντίου; Ποιος ξέρει…Σημασία έχει πως οι έξι μέρες που μείναμε στην Πόλη μας έκαναν να την ερωτευτούμε ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι την είχαμε αγαπήσει από μακριά, πως φεύγοντας είπαμε: «Εδώ δε γίνεται, πρέπει να ξανάρθω».
Διστάζω ν’ αρχίσω να καταγράφω εντυπώσεις κι αισθήματα και σκέψεις. Ξέρω πως ό, τι κι αν πω θα ‘ναι κατώτερο απ’ αυτό που νιώθεις σαν επισκέπτεσαι την Πόλη. Σαν να δοκιμάζεις να μαζέψεις και να κλείσεις σε μπουκάλι το άρωμα από έναν ολάνθιστο μπαχτσέ. Κι όμως πρέπει. Για τον εαυτό μου πρώτα, να κρατήσω για μελλούμενους καιρούς κάτι από κείνη τη μαγεία. Για τους άλλους ύστερα. Αυτούς που πήγαν και θέλουν να θυμούνται. Κι ακόμα γι’ αυτούς που πεισματικά αρνούνται να επισκεφθούν την τουρκεμένη Πόλη.
Η φυσική ομορφιά της είναι κάτι μοναδικό. Έτσι όπως ανεβοκατεβαίνει απάνω στους εφτά της λόφους, απλώνεται στο πλάι του Βοσπόρου κι αυτάρεσκα καθρεφτίζεται μέρα- νύχτα στα νερά του, διασχίζεται απ’ τον Κεράτιο Κόλπο και πατάει με το ‘να πόδι στην Ευρώπη και τ’ άλλο στην Ασία, δεν μπορούσε να οριοθετηθεί προσφυέστερα η τοποθεσία της από τον ορισμό που της έδωσε η Πυθία: «Απέναντι από τη χώρα των τυφλών». Γιατί, πραγματικά, τυφλοί θα ‘πρεπε να ‘ναι οι πρώτοι άποικοι που έκτισαν τη Χαλκηδόνα για να μη γυρίσουν το βλέμμα απέναντι και να δουν τη μαγευτική τοποθεσία που είδε αργότερα ο Βύζας από τα Μέγαρα.
Απανωτά στρώματα λαών και πολιτισμών απαρτίζουν το σώμα της Πόλης. Έλληνες οι πρώτοι οικιστές, Ρωμαϊκή πρωτεύουσα αργότερα, εκχριστιανισμένη Βυζαντινή κοσμοκράτειρα για πάνω από χίλια χρόνια κι ύστερα η πτώση, το τούρκεμα, σουλτανική πρωτεύουσα για πεντακόσια χρόνια, ουσιαστική πρωτεύουσα της σημερινής Τουρκίας, έστω κι αν τυπικά πρωτεύουσα είναι η Άγκυρα. Πλημμυρισμένη σήμερα από μιναρέδες, της δίνουν το δικό της στίγμα. Έχουν κι αυτοί τη δική τους ομορφιά, προπάντων τη νύχτα, με τη ψηλόλιγνη σιλουέτα τους να ορθώνεται ολόφωτη στο νυχτερινό ουρανό. Σε όποιο σημείο κι αν βρίσκεσαι, πέντε φορές τη μέρα θ’ ακούσεις τη φωνή του μουεζίνη να καλεί τους πιστούς για προσευχή. Παράξενα οικεία που ακούγεται για μας αυτή η φωνή…
*
Μια εικόνα, χαρακτηριστική της σημερινής Κωνσταντινούπολης, μένει χαραγμένη στη μνήμη. Βράδυ. Βρισκόμαστε σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα προάστια, το Ortakoy, μια περιοχή που θυμίζει κάπως την Αθηναϊκή Πλάκα, με στενά, λιθόστρωτα δρομάκια, με μικροπωλητές να μένουν ως τα μεσάνυχτα, περιοχή, όπως θεωρείται, των γκαλερί τέχνης και των διανοουμένων. Καθόμαστε στο ωραιότατο εστιατόριο Feriye, πάντα πλάι στο Βόσπορο, με τα φωτισμένα καραβάκια να πηγαινοέρχονται μπροστά μας. Στο ίδιο εστιατόριο μια δεξίωση γάμου. Πυροτεχνήματα, επίσημα ενδύματα, μακριές τουαλέτες, μουσική, χορός. Ξαφνικά, απ’ το όμορφο, κάτασπρο τζαμί που ολόφωτο υψώνεται στ’ αριστερά μας, ξεχύνεται η φωνή του μουεζίνη. Αναπάντεχα σμίγει με τους μοντέρνους ρυθμούς της ορχήστρας απ’ τα δεξιά μας. Κανείς δε φαίνεται να ενοχλείται. Οι δύο κόσμοι, η Δύση κι η Ανατολή συνυπάρχουν ευτυχισμένα κι αυτό ίσως είναι σήμερα το κύριο γνώρισμα της Πόλης.
«Πήγατε στην Αγία Σοφία; Πώς είναι; Τι νιώσατε;» Η πρώτη ερώτηση που μας υποβάλλουν γνωστοί και φίλοι όταν γυρίζουμε. Για όλους τους Έλληνες Πόλη και Αγια-Σοφιά ταυτίζονται. Είναι οι θρύλοι κι οι παραδόσεις που αιώνες δέθηκαν μαζί της. Είναι η τελευταία, μισοτελειωμένη λειτουργία που θα τελειώσει όταν η Πόλη ελευθερωθεί. Είναι τα δημοτικά τραγούδια: «Σώπασε κυρά-Δέσποινα…». Δεκαπέντε αιώνες μετά το κτίσιμό της απ’ τον Ιουστινιανό υψώνεται απάνω στο λόφο της, τριγυρισμένη σήμερα από τέσσερις μιναρέδες, βαμμένη εξωτερικά κόκκινη, με ασβεστωμένα εσωτερικά τα πανέμορφα ψηφιδωτά της, με τα τεράστια ρητά του Κορανίου να επεμβαίνουν ασύστολα στους τοίχους της.
*
Τριγυρίζουμε κάπου δυο ώρες στους ιερούς χώρους, ακούμε την περιγραφή της πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής της, θαυμάζουμε τα λίγα ψηφιδωτά που έχουν αποκαλυφθεί, αναπλάθουμε με τη σκέψη τις σκηνές της στέψης αυτοκρατόρων, τις τελετές, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια κι ύστερα το τέλος, τη λεηλασία, τις σφαγές…Κάπου ψηλά, σ’ ένα τοίχο, το αποτύπωμα μιας παλάμης. Απέναντι, εξίσου ψηλά, το σημάδι από πέταλο αλόγου. Λέγεται πως όταν ο Μωάμεθ μπήκε κατακτητής στην Αγια-Σοφιά, ακούμπησε την παλάμη του και τ’ άλογό του ύψωσε τα πόδια κι άφησε το σημάδι του. Τόσο ψηλά, γιατί πατούσε σε σωρούς πτωμάτων! Στεκόμαστε κάτω απ’ αυτά τα σημάδια και πλημμυρισμένοι από συγκίνηση ακούμε τον ποιητή:
………………………………………
Λοιπόν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
με πορφυρά τα δάκρυα στην καρδιά του
και με καθάρια μάτια ονειρεμένα
κλείνει τη θύρα της Αγίας Σοφίας
κι ανάλαφρα πετάει στο θάνατό του
(Κυριάκου Χαραλαμπίδη, «Το δε την πόλιν»)
Απέναντι από την Αγία Σοφία, σε μικρή απόσταση, σαν αντιμέτωπο, στέκεται το Σουλταναχμέτ ή αλλιώς Μπλε Τζαμί. Κτίστηκε για να τη συναγωνιστεί. Τη μιμήθηκε όσο μπορούσε στο ρυθμό, μα δε μπόρεσε να τη φτάσει, όπως εύκολα διακρίνει κανείς στις βαριές κολόνες που στηρίζουν το θόλο του. Τριγυρισμένο από έξι μιναρέδες (το μοναδικό στον κόσμο, με μόνο το τζαμί της Μέκκας να το ξεπερνάει σε αριθμό με εφτά μιναρέδες) δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς ότι είναι πολύ όμορφο. Στρωμένο με χαλιά, όπως όλα τα τζαμιά, φωτίζεται από 260 παράθυρα που δίνουν μια φαντασμαγορική λάμψη στο διακοσμημένο με τα γαλαζοπράσινα πλακάκια εσωτερικό του.
Μα εμείς ήρθαμε πιότερο ψάχνοντας για τη δική μας Πόλη, τη χριστιανική, τη βυζαντινή, αυτήν που σώζεται στις 86 εκκλησιές της που επέζησαν και λειτουργούν ακόμη, αυτήν που η γλώσσα κι η λατρεία της εξακολουθεί ν’ αντηχεί, όσο λίγος κι αν έμεινε ο Ελληνισμός στην Πόλη. Απ’ τις πιο συγκινητικές στιγμές της επίσκεψής μας στάθηκε η κυριακάτικη λειτουργία στο Πατριαρχείο. Ιστορία αιώνων συμπυκνώνεται στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Με δέος, πριν μπούμε στην εκκλησία, στεκόμαστε για λίγο και με τη σκέψη ευλαβικά γονατίζουμε μπροστά στην Κλειστή Πύλη. «Εδώ», σκεφτόμαστε, «εδώ κρεμάστηκε ο Γρηγόριος ο Ε΄, εδώ συμβολικά απεικονίζεται το μαρτύριο και ο αγώνας του Ελληνισμού». Ίσως γι’ αυτό οι τουρκικές αρχές ζητούν επίμονα ν’ ανοίξει η Πύλη (μια ταπεινή, ξύλινη πόρτα), για να σβηστούν οι μνήμες, για να μη λειτουργούν ως σύμβολα. Ο Πατριάρχης αρνείται. Δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα…
Λιτός έξω και μέσα ο ναός, πιο πολύ επιβάλλεται με την ιστορία που τον συνοδεύει, με τις πανάρχαιες, θαυματουργές εικόνες του, τη σεπτή μορφή του Πατριάρχη που στέκεται στο Θρόνο του। Κι όταν στο τέλος της λειτουργίας δίνει σε κάθε ένα ξεχωριστά την ευλογία του μοιράζοντας το αντίδωρο, είναι για πολλούς από μας μια κορυφαία στιγμή στη ζωή τους που ίσως να μη ξαναζήσουν ποτέ ξανά.
Γύρω από το Πατριαρχείο το Φανάρι. Πόσες φορές δεν ακούσαμε από τα μαθητικά μας ακόμα χρόνια τη λέξη. Η αριστοκρατική συνοικία της Πόλης, οι Φαναριώτες στην υπηρεσία του σουλτάνου με δύναμη κι επιρροή, οι Φαναριώτες λόγιοι και λογοτέχνες…Τώρα, καθώς διασχίζουμε την ερειπωμένη περιοχή, καθώς με κόπο ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια που θα μας οδηγήσουν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή που υψώνεται μεγαλόπρεπη στον πέμπτο λόφο της Βασιλεύουσας, μόνο με τη φαντασία μπορούμε να αναπλάσουμε αυτά τα ωραία αρχοντικά με τους ξεφτισμένους τοίχους, τα γκρεμισμένα μπαλκόνια, τις πόρτες και τα παράθυρα που χάσκουν ανοιγμένα στο ερειπωμένο, άδειο εσωτερικό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται ή πού να τέλειωσαν τη ζωή τους οι άνθρωποι που κάποτε έδιναν ζωή και πλούτο και πνεύμα σ’ αυτή την περιοχή. Κάπου κάπου, από κάποια μισοερειπωμένη αυλή προβάλλουν παιδικά κεφαλάκια που αθώα μας χαιρετάνε χαμογελαστά. Οικογένειες αστέγων έχουν καταλάβει κάποια απ’ αυτά τα ωραία άλλοτε σπίτια. Κι ολοένα καθώς ανεβαίνουμε ο καβαφικός στίχος σαν λάιτ- μοτίβ αντηχεί μέσα μας:
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν
Σε πείσμα της ερήμωσης και της καταστροφής η Σχολή μας υποδέχεται αγέρωχα υψωμένη στην κορυφή του λόφου. Καλοδιατηρημένη, φέτος γιορτάζει τα 550 χρόνια της ίδρυσής της. Αν και με μόνο καμιά πενηνταριά τώρα μαθητές, εξακολουθεί να ζει, να μεταλαμπαδεύει το φως των ελληνικών γραμμάτων. Καθώς τριγυρίζουμε για ώρα στις ψηλοτάβανες αίθουσες, στο γραφείο της διεύθυνσης, στην επιβλητική αίθουσα τελετών με τις ιστορικές φωτογραφίες και τα ονόματα των ευεργετών γύρω γύρω, νιώθουμε ένα ρίγος να μας διαπερνά, λες και πυκνώνουν τον αέρα χιλιάδες πνεύματα αυτών που πέρασαν απ’ εδώ, αυτών που κάτι άφησαν στο πέρασμά τους.
Η περιδιάβασή μας στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη συνεχίζεται με την επίσκεψη στη Μονή της Χώρας. Πουθενά ίσως δεν υπάρχει ένα μικρό και ταπεινό εξωτερικό κτίσμα που να κρύβει στο εσωτερικό του ένα τέτοιο πλούτο τέχνης. Παραβλέπουμε το μιναρέ που προστέθηκε, όπως σ’ όλες σχεδόν τις εκκλησιές της Πόλης, όταν κι αυτή η Μονή έγινε για τέσσερις αιώνες Τζαμί, το Καχριέ Τζαμί. Τώρα, μουσείο πια, καθηλώνει τον επισκέπτη καθώς για ώρες μπορεί να θαυμάζει τα ανυπέρβλητα ψηφιδωτά και τις υπέροχες τοιχογραφίες που κάτω από στρώματα ασβέστη αποκαλύφθηκαν γύρω στα 1948. Δεκάδες οι πανέμορφες εικόνες καλύπτουν όλο το εσωτερικό του εξωνάρθηκα, του εσωνάρθηκα, του κυρίως ναού, του παρεκκλησιού στα νότια του ναού. Σκηνές από τη ζωή του Χριστού, τα θαύματά του, σκηνές από τη ζωή της Παναγίας, ένας υπέροχος θόλος με χρυσό μωσαϊκό διάκοσμο, όλα έργα πίστης και τέχνης μοναδικής. Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο Σεφέρης ξαναγύριζε στη Μονή της Χώρας κάθε φορά που επισκεπτόταν την Κωνσταντινούπολη, παρόλο που ακόμα τότε δεν είχαν αποκαλυφθεί τα ψηφιδωτά στο σύνολό τους.
Γεμάτη από μνήμες κι ονόματα η Κωνσταντινούπολη που ακούγονται τόσο οικεία, τόσο κοντινά, τόσο δεμένα με θρύλους, με παραδόσεις που αιώνες έθρεψαν το δουλεμένο γένος, ώστε να φαντάζουν πιο αληθινές και πιο πιστευτές από την ίδια την ιστορία. Στη Μουχλιώτισσα, τη μοναδική εκκλησία που από τα βυζαντινά χρόνια αδιάλειπτα λειτουργεί ίσαμε σήμερα, το σουλτανικό φιρμάνι στον τοίχο επιβεβαιώνει τη χάρη που της είχε παραχωρηθεί, να μη γίνει ποτέ τζαμί.
Στη μονή Βλαχερνών ζωντανεύει η πολιορκία των Αβάρων, φαντάζεσαι το πλήθος που με τον Πατριάρχη Σέργιο μαζεύτηκε εδώ ψάλλοντας για πρώτη φορά τον νικητήριο ύμνο: «Τη Υπερμάχω…». Ποτέ, μου φαίνεται, δεν τον ψάλλαμε με πιότερη συγκίνηση απ’ ότι εδώ, κάτω απ’ τους ίδιους θόλους που πρωτακούστηκε.
Στη Ζωοδόχο Πηγή, στο Μπαλουκλί, βλέπουμε ακόμα τα μισοτηγανισμένα ψάρια να κολυμπάνε στο αγίασμα κι ώρα την ώρα μας φαίνεται πως από κάπου θα φανεί ο καλόγερος ν’ αποτελειώσει το τηγάνισμα, έστω κι αν η Πόλη δεν έχει ελευθερωθεί, όπως το θέλει ο θρύλος. Κι όταν ύστερα βλέπουμε στο προαύλιο σειρά τους τάφους των Πατριαρχών και πιο πέρα το ελληνικό νεκροταφείο, νομίζουμε πως από στιγμή σε στιγμή θα προβάλει η Λωξάντρα κι αφού μνημονέψει τους νεκρούς της θ’ αρχίσει να τρώει τα ντολμαδάκια της. Το είδαμε άλλωστε το σπίτι της στο Μακροχώρι κι όλη η γοητευτική ιστορία της κι η απέραντη αγάπη της για την Πόλη ζωντάνεψε καθώς συναντούσαμε τοποθεσίες κι ονόματα που κρατάνε όμα την ελληνικότητά τους, έστω κι αν οι Τούρκοι τα έχουν διαφοροποιήσει: Πέραν, Σταυροδρόμι, Ψωμαθιά, Θεραπειά, Ταταύλα, Γαλατάς…
Από το πλήθος τα σουλτανικά παλάτια, που ως αξιοθέατα πια σώζονται στην Κωνσταντινούπολη, επισκεπτόμαστε δυο, το Τοπκαπί και το Ντολμαμπαχτσέ. Του πρώτου ένα μικρό μόνο μέρος, καθώς είναι τόσο τεράστιο που χρειάζεσαι ώρες πολλές αν θέλεις να καλύψεις και τα 700 000 τ. μ. που καταλαμβάνει! Κτισμένο στην αρχική του μορφή από τον ίδιο το Μωάμεθ τον Πορθητή που έζησε εδώ ως το θάνατό του, δέχτηκε αλλεπάλληλες προσθήκες και επεκτάσεις. Περνάει κανείς τέσσερις μεγάλες αυλές ωσότου φτάσει στα κύρια μέρη του παλατιού. Μόλις μπαίνουμε στην πρώτη αυλή, στα αριστερά μας υψώνεται και πάλι μια εκκλησία. Είναι η Αγία Ειρήνη, απ’ τις ελάχιστες που δεν έγιναν ποτέ τζαμί. Χρησιμοποιήθηκε ως οπλοστάσιο και σήμερα λειτουργεί ως αίθουσα συναυλιών.
Απ’ το τεράστιο Τοπκαπί επισκεπτόμαστε τις αίθουσες με τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς. Πλήθος αντικείμενα από χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, ρουμπίνια, σμαράγδια, μαργαριτάρια, διαμάντια. Μπορεί να είναι ανεκτίμητης αξίας θησαυροί αλλά δεν μας συγκινούν ιδιαίτερα. Και είμαστε πραγματικά πολύ κουρασμένοι από το τριγύρισμα στο απέραντο παλάτι για να εκτιμήσουμε όσο θα της άξιζε την τεράστια συλλογή από θαυμάσιες πορσελάνες που εκτίθενται στις κουζίνες του παλατιού, εκεί όπου υπήρξε εποχή που παρασκευάζονταν γεύματα για 5000 πρόσωπα! Πιο πολύ θα έλεγα μας κινεί το ενδιαφέρον η αίθουσα με τα ιερά κειμήλια του Προφήτη: Το ίχνος από το πόδι του, χώμα από τον τάφο του, τρίχες από τη γενειάδα του κ. ά., ενώ την ιερότητα του χώρου για τους μουσουλμάνους που συνωθούνται γύρω από τα κειμήλια τονίζει ο νεαρός ιμάμης που σε μια γωνιά της αίθουσας ψάλλει εδάφια από το Κοράνι.